ξιφομαχώ

ξιφομαχώ
-έω [ξιφομάχος]
1. μάχομαι με ξίφος
2. ασκούμαι στην ξιφομαχία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξιφομαχώ — ξιφομαχώ, ξιφομάχησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξιφομαχώ — ξιφομάχησα, μάχομαι με το ξίφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαξιφίζομαι — (Α διαξιφίζομαι) (αποθ.) [ξιφίζω < ξίφος] μάχομαι με ξίφος, ξιφομαχώ νεοελλ. διαπληκτίζομαι φραστικώς …   Dictionary of Greek

  • διαξιφίζομαι — διαξιφίστηκα 1. ξιφομαχώ. 2. μτφ., συγκρούομαι με κάποιον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”